Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαπυώ — (Α διαπυῶ, έω) προκαλώ διαπύηση, κάνω κάτι πυώδες (αμτθ.) γίνομαι πυώδης, πυορροώ … Dictionary of Greek
διαπύημα — το (Α διαπύημα) [διαπυώ] εμπύημα, απόστημα … Dictionary of Greek
διαπύηση — η (Α διαπύησις, εως) [διαπυώ] σχηματισμός ή ροή πύου σε φλεγμονή … Dictionary of Greek